γλυκομιλώ

γλυκομιλώ
γλυκομίλησα, μιλώ γλυκά, τρυφερά, ερωτικά: Η μητέρα μου πάντα μας γλυκομιλούσε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γλυκομιλώ — γλυκομιλάω / γλυκομιλώ, γλυκομίλησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γλυκομιλώ — ( άω) 1. μιλώ ευγενικά 2. μιλώ τρυφερά, ερωτικά …   Dictionary of Greek

  • γλυκοσυντυχαίνω — γλυκομιλώ* …   Dictionary of Greek

  • όαρ — ὄαρ, ὄαρος, ἡ (Α) 1. η γυναίκα ως σύντροφος, η σύζυγος («ἀνδράσι μαρνάμενος ὀάρων ἕνεκα σφετεροίων», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄαρας γάμους, οἱ δὲ γυναῑκας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. τής λέξης, απόψεις από τις… …   Dictionary of Greek

  • -ούσα — κατάλ. θηλυκών ονομάτων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής από μτχ. ρημάτων σε ῶ (πρβλ. βρομ ούσα < βρομώ, γλυκομιλ ουσα < γλυκομιλώ, πατ ούσα < πατώ) κατ επίδραση τής αρχ. επιθ. κατάλ. όεις*, όεσσα (> οῡσα), όεν.Παραδείγματα θηλυκών… …   Dictionary of Greek

  • γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… …   Dictionary of Greek

  • καλομιλώ — άω 1. μιλώ καλά, με ευχέρεια, στην εντέλεια μια ξένη γλώσσα 2. γλυκομιλώ σε κάποιον, τόν καλομεταχειρίζομαι, τού συμπεριφέρομαι με φιλοφροσύνη …   Dictionary of Greek

  • κανακίζω — (Μ κανακίζω) [κανάκι] 1. κουνώ στα χέρια μου νήπιο για να το ευχαριστήσω 2. γλυκομιλώ, εκφράζω αισθήματα αγάπης, τρυφερότητας 3) (για άψυχα) περιποιούμαι, φροντίζω κάτι με προσοχή και αγάπη …   Dictionary of Greek

  • οαρίζω — ὀαρίζω (Α) (επικ. ρ. που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστ. και στον πρτ.) 1. συνομιλώ με οικειότητα ή ερωτικά, γλυκομιλώ ή ερωτοτροπώ («ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικί», Ομ. Ιλ.) 2. συναναστρέφομαι με οικειότητα («βέλτερον ἥματα πάντα μετ ἀθανάτοις ὀαρίζειν» …   Dictionary of Greek

  • ωρίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) (στο γ εν. πρόσ.) ὠρίζει «ὑπνοῑ, ὁμιλεῑ, φροντίζει, μεριμνᾷ, ἀδολεσχεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦρος «ύπνος». Το ερμήνευμα ωστόσο τού τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «ομιλώ, φροντίζω» δείχνει σύγχυση τού τ. με το ρ. ὀαρίζω «γλυκομιλώ» και τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”